σημειωτέος

σημειωτέος
σημει-ωτέος, α, ον,
A to be noted as an exception, A.D.Pron.54.14, etc.
2 σημειωτέον, one must note, Sor.2.8, Sch.Ar.Av.417, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σημειωτέος — α, ο / σημειωτέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πρέπει να σημειωθεί νεοελλ. 1. συνεκδ. αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα βελτίωση») 2. (το ουδ. στον λόγιο τ.) σημειωτέον πρέπει να σημειωθεί, να ληφθεί υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημειῶ, ώνω + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • σημειωτέος — α, ο αυτός που πρέπει να σημειωθεί: Σημειωτέο ότι ο δράστης του εγκλήματος είναι ανήλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημειωτέα — σημειωτέος to be noted neut nom/voc/acc pl σημειωτέᾱ , σημειωτέος to be noted fem nom/voc/acc dual σημειωτέᾱ , σημειωτέος to be noted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειωτέον — σημειωτέος to be noted masc acc sg σημειωτέος to be noted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”